συμφωνηθεῖσα

συμφωνηθεῖσα
συμφωνέω
sound together
aor part pass fem nom/voc sg
συμφωνέω
sound together
aor part pass fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμφωνηθείσας — συμφωνηθείσᾱς , συμφωνέω sound together aor part pass fem acc pl συμφωνηθείσᾱς , συμφωνέω sound together aor part pass fem gen sg (doric aeolic) συμφωνηθείσᾱς , συμφωνέω sound together aor part pass fem acc pl συμφωνηθείσᾱς , συμφωνέω sound… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”